ὑποτεταγμένως

ὑποτεταγμένως
ὑποτεταγμένως adv. fr. the pf. pass. ptc. of ὑποτάσσω submissively 1 Cl 37:2.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποτεταγμένως — ΜΑ επίρρ. βλ. υποτάσσω …   Dictionary of Greek

  • ὑποτεταγμένως — ὑποτάσσω place perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”